- στάμενα
- τα, ΝΜ1. νομίσματα2. κινητή ή ακίνητη περιουσίανεοελλ.παροιμ. α) «τα στάμενα δεν είναι στάμνες» — λέγεται για δύο πράγματα που μπορεί να έχουν ομοιότητα μεταξύ τους αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά ως προς την αξία τουςβ) «τών ακριβών τα στάμενα σε χαροκόπου χέρια» — η περιουσία τών φιλάργυρων πέφτει συνήθως σε χέρια σπάταλων κληρονόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστάμενα, μτχ. τού ἵσταμαι με σίγηση τού αρκτικού ι-].
Dictionary of Greek. 2013.