στάμενα

στάμενα
τα, ΝΜ
1. νομίσματα
2. κινητή ή ακίνητη περιουσία
νεοελλ.
παροιμ. α) «τα στάμενα δεν είναι στάμνες» — λέγεται για δύο πράγματα που μπορεί να έχουν ομοιότητα μεταξύ τους αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά ως προς την αξία τους
β) «τών ακριβών τα στάμενα σε χαροκόπου χέρια» — η περιουσία τών φιλάργυρων πέφτει συνήθως σε χέρια σπάταλων κληρονόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστάμενα, μτχ. τού ἵσταμαι με σίγηση τού αρκτικού ι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στάμενα — ἵστημι make to stand aor part mid neut nom/voc/acc pl στά̱μενα , στάζω drop fut part mid neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • STAMENA — I. STAMENA urbs Charylbum, Steph. II. STAMENA Στάμενα, vox insimae Graeciae pro minutiore moneta occurri passim: Stamma forte Odoni de Diogilo de Profect. Ludev. an mixto, fuerit conflata; ςτάμνοι enim Graeci; ut Latini recentiores stamnum et… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”